- βρέχομαι
- βρέχομαι, βράχηκα, βρε(γ)μένος βλ. πίν. 113
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βρέχομαι — βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρούμαι — κατομβροῡμαι, έομαι (Α) 1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ οὐ χρῶνται οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.) 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»] … Dictionary of Greek
καταβρέχομαι — 1 καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 32 2 καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113 Σημειώσεις: καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής. Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναβρέχομαι — ἀναβρέχομαι (Α) γίνομαι πάλι υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρέχομαι] … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
καθύομαι — (Α) (επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕομαι «βρέχομαι»] … Dictionary of Greek
μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω … Dictionary of Greek
νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
οινοβρεχής — οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, ές (Α) 1. μεθυσμένος 2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια βρεχής] … Dictionary of Greek
περιΰομαι — Α βρέχομαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὕω (συνήθως στο γ εν. πρόσ. ὕει «βρέχει»)] … Dictionary of Greek